Η διαθήκη του Λάμπρου Τζαβέλλα

Το χλωμό πρωινό έδενε με τη σιωπή του τους μαζωμένους στην αυλή του αρχοντικού των Τζαβελλαίων καπετάνιους του Σουλιού. Ο αρχηγός τους καπετάν Λάμπρος, από το τραύμα εκείνου του πρόσφατου φοβερού αγώνα του 1792 και τις κακουχίες του, βρισκόταν στις τελευταίες του στιγμές.

– Ποιος να τόλεγε πως πεθαίνουν κι οι Θεοί!

Λέει ένας γέρος καπετάνιος και το βλέμμα του σκοτεινιάζει. Όλοι θυμούνται. Από τα βάθη της Ιστορίας αντηχούν σιγανά βήματα. Οι πολεμίστρες του Τζαβελλαίικου σιγομιλάνε: «Από μας βγήκε το φαρμακερό βόλι του Λάμπρου στον Αλή πασά που τον εκβίαζε με το γιο του το Φώτο, που τον είχε αιχμάλωτο στις φυλακές του. Ο Λάμπρος τούγραψε με περηφάνια…Εάν ο υιός μου νέος καθώς είναι, δεν μένει ευχαριστημένος ν’ αποθάνη για την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήση και να γνωρίζεται ως υιός μου!…»

Τα αγριόδεντρα που γέρνουν τα κλαδιά τους πάνω από τον ψηλό μαντρότοιχο στέλνουν με το ελαφρό αεράκι το μυστικό τους: «Απ’ εδώ κι η Μόσχω, η τραγική μάνα που θυσίασε το παιδί της, συμπλήρωσε το μεγάλο λόγο του Λάμπρου: Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλιού, και σαν γλυτώση το Σούλι, γλυτώνει και το παιδί μου και σαν χαθή το Σούλι, ας χαθή και το παιδί μου και εγώ η ίδια.».

Από το Τζαβελλαίικο άναψε η φωτιά της ψυχής κι ανέμισαν μπαϊράκια κι εκραύγασε ο Θεός του πολέμου ο Άρης κι έλαμψαν σπαθιά. Ήταν μεγάλη εκείνη η ώρα που ο Λάμπρος και η Μόσχω θυσιάζοντας το παιδί τους, τέντωσαν την ανθρώπινη ύπαρξη στα πιο ακρινά σημεία του σύμπαντος φανερώνοντας τι πάει να πει δάκρυ και τι φως. Απ’ εκείνο το αληθινό φως που τα κατάτρωγε όλα γέμισε το Σούλι με περισσότερα αστέρια και γράφτηκε η νίκη του 1792 για Θεϊκή.

– Όχι οι θεοί δεν παθαίνουν, ψιθυρίζει κάποιος.

Με τα γυμνωμένα στήθη του έστηνε θριάμβους στο βοριά του πολέμου, ο καπετάν Λάμπρος, που σαν λιοντάρι έκρυβε στη χαίτη για προσευχή τούτη την προσταγή: «απάνω τους! Εμπρός όλοι μαζί!…» Κι η φωνή του που κρεμιόταν στα ξάρτια της νύχτας αντιβούιζε τυραννικά στα φαράγγια: «Απάνω τους! Το μέλλον Σουλιώτες βρίσκεται στα χέρια σας. Ο χρόνος κι η λευτεριά δεν πεθαίνουν…»

– Η λευτεριά δεν πεθαίνει βούιζε ο αντίλαλος. Η φωνή του Λάμπρου κέντριζε την καρδιά της γυναίκας του της Μόσχως.

Το σώμα της τιναζόταν για τα εμπρός κι ακολουθούσαν την καπετάνισσα κάπου τριακόσιες γυναίκες έτοιμες για τη μάχη. Η Μόσχω γονάτισε, οι γυναίκες γονάτισαν κι η προσευχή ανέβηκε αγνή από τα χείλη της Μόσχως: «Κάνε Δέσποινα των Ουρανών καμιά να μη γυρίσουμε, γιατί ζωή χωρίς πατρίδα δεν υπάρχει» Κι ύστερα όλες μαζί χύμηξαν στη φωτιά του πολέμου.

– Ο Λάμπρος δεν πεθαίνει, κραύγασαν οι καπετάνιοι.

– Όχι, ο καπετάνιος μας δεν πεθαίνει, ψιθύρισε δακρυσμένος ο λαός που σιγά σιγά μαζεύτηκε στο Τζαβελλαίικο αφήνοντας αφύλακτα τα κάστρα.

Ακούστηκε η φωνή ενός πετεινού. Ένας άλλος πετεινός απάντησε χαρούμενος. Στο πλήθος έπεσε βαριά σιωπή. Η σκέψη πέταξε στο Ευαγγέλιο: «και πριν αλέκτωρ φωνήσει τρις…». Σταυροκοποιούνται, ποιος να αρνηθεί τον καπετάνιο;

– Και στο θάνατο μαζί του…

Ακούγεται το τρίξιμο της μεγάλης πόρτας. Ο γέρο-παπάς βγαίνει τρικλίζοντας. Πλησιάζει τον κόσμο και στέκει βουβός ανάμεσα στους καπετάνιους. Οι στιγμές γίνονται χρόνια. Ο πιο γέρος στο πλήθος, λέει σοβαρός:

– Έκανες το καθήκον σου δέσποτα.

Ο παπάς κλαίει. Όλοι βουρκώνουν. Ύστερα κοιτάζοντας με γαλήνιο βλέμμα τους καπετάνιους ψυθιρίζει:

– O Λάμπρος σας περιμένει.

Στο μεγάλο δωμάτιο ο καπετάν Λάμπρος ανασηκωμένος στο στρώμα γέρνει στην αγκαλιά της Μόσχως. Δίπλα του ο Φώτος που μόλις είχε βγει από τις φυλακές του Αλή δακρύζει. Ολόγυρα όλη η Φάρα των Τζαβελλαίων και όλοι οι καπετάνιοι. Μυρίζει λιβάνι.

Ο καπετάνιος αγριεμένος κοιτάζει ανήσυχος σ’ όλες τις γωνιές. Το βλέμμα του μένει ακίνητο στο κρεμασμένο στον τοίχο σπαθί του. Ο πιο γέρος καπετάνιος σηκώνεται ξεκρεμάει το σπαθί και το φέρνει με σεβασμό στα χείλη του. Είναι το σπαθί του Λάμπρου που οι Σουλιώτες το λατρεύουν σαν καινούργια ρομφαία του Σολομώντα. Ύστερα μ’ αργά βήματα το αφήνει απαλά στο στρώμα του καπετάνιου. Ο Λάμπρος το χαϊδεύει με τρεμάμενο χέρι και καλεί βογγώντας το Φώτο να πλησιάσει περισσότερο κοντά του. Ο εικοσιτριών περίπου χρονών Φώτος γονατίζει σοβαρός. Όλοι γονατίζουν. Κι αρχίζει η θεία εθνική λειτουργία.

Το πρόσωπο του Λάμπρου γαληνεύει. Είναι κοντά του ο Άγγελος που του παρέστεκε σ’ όλους τους πολέμους.

– Φώτο πάρε το σπαθί μου.

Η φωνή ήταν δυνατή και αποφασιστική. Ο Φώτος φιλεί το χέρι του πατέρα και ζώνεται το τιμημένο σπαθί.

– Άξιος! φωνάζουν με μια φωνή όλοι οι καπετάνιοι κι όλες οι καπετάνισσες.

– Άξιος κι υπεράξιος ο νέος αρχηγός μας, φωνάζει απ’ έξω ο λαός που έμαθε το μεγάλο γεγονός την ίδια στιγμή.

– Ζήτω ο καινούργιος αρχηγός του Σουλιού.

Όλοι παραδέχτηκαν τη διαδοχή κι ας ήταν τόσο μικρός ακόμα ο Φώτος.

Η Κιάφα και το Κούγκι σκεπάστηκαν από μαύρα σύννεφα. Πέρα από τον Αβαρίκο έπεφταν κεραυνοί. Σμήνη από πουλιά φτερούγιζαν χαμηλά και χάνονταν στις χαράδρες. Ο τόπος όλος αγρίευε πάλι.

Ο καπετάν Λάμπρος ευχαριστημένος που όλοι οι καπετάνιοι τον τίμησαν με την εκλογή του Φώτου τόσο γενναία πριν πεθάνει, τους ευχαριστεί μ’ ασθενική φωνή και ψιθυρίζει τη διαθήκη του στο Φώτο:

– Παιδί μου, τρία πράγματα, τρία ιερά πράγματα να κάνεις σε όλη τη ζωή σου.

Η σεμνή όψη του Φώτου που ακούει με κατάνυξη υπόσχεται στον κεραυνό!

– Να δικαιώσεις παιδί μου όλες τις ελπίδες που στηρίζει σ’ εσένα το Σούλι

Έξω ο ήλιος σκίζει τα μαύρα σύννεφα κι απλώνεται ένα γαλάζιο φως.

– Να εκδικηθείς το θάνατο του πατέρα σου και όλων των αδελφών μας που έπεσαν στην τελευταία μάχη.

Ο Φώτος σφίγγει το πατρικό σπαθί και οι σκυθρωποί καπετάνιοι υψώνουν λάβαρα τα καριοφύλια τους.

– Να φανείς, παιδί μου, άξιος του οικογενειακού σου ονόματος…

Ο Φώτος τινάζεται ορθός, φέρνει το σπαθί του καπετάν Λάμπρου στο μέτωπό του και προφέρει δυνατά:

– Ορκίζομαι πατέρα!

– Ορκιζόμαστε πίστη και υπακοή στο νέο αρχηγό μας, φωνάζουν οι καπετάνιοι.

Η μέρα χαμηλώνει σκοτεινή. Λίγες ηλιαχτίνες περνούν απ’ τα κλεισμένα παράθυρα και γίνονται το άγιο φως στις καντήλες που καίνε στο εικόνισμα. Ο Λάμπρος ανασηκώνεται λίγο στην αγκαλιά της Μόσχως, απλώνει τα χέρια του στο Φώτο και με φωνή που λες κι ερχόταν από τον άλλο κόσμο του ψιθυρίζει:

– Αν λείψεις Φώτο μου, σ’ ένα από αυτά τα τρία χρέη, νάχεις την κατάρα μου και το σπαθί αυτό που εμπιστεύτηκα σήμερα στα χέρια σου, να τρυπήσει πέρα για πέρα την καρδιά σου.

Ακούγονται πένθιμες καμπάνες. Οι άντρες βγάζουν τα καπέλλα και γονατίζουν. Οι γυναίκες τυλίγουν στα κεφάλια τα μαύρα μαντήλια κι αρχίζουν τα σπαραχτικά σουλιώτικα μοιρολόγια. Η καπετάνισσα Μόσχω που δέχεται νεκρό στην αγκαλιά τον άντρα της, βγάζει κραυγή μεγάλη:

– Σωπάστε τα μοιρολόγια. Ο Λάμπρος δεν πέθανε.

Άστραψε το Σούλι από κεραυνούς και βόλια. Λες και γινόταν μεγάλη μάχη με τον εχτρό! Ουρλιάζει ο αέρας στις χαράδρες κι οι καμπάνες όλων των εκκλησιών, ως μακριά στα Γιάννενα, σημαίνουν πένθιμα. Ο χρόνος σταμάτησε. Η Ιστορία εδάκρυσε σε μια από τις πιο μεγάλες σελίδες της.

Ύστερα, στο ηλίογερμα ξαστερώνει. Ο τόπος γιομίζει αγκαλιές δαφνόφυλλα. Κηδεύεται ο καπετάν Λάμπρος. Δύο περιστέρια στέκουν βουβά πάνω από δύο κυπαρίσσια. Τα πρωτοπαλίκαρα του καπετάνιου σκάβουν στις ρίζες τους το χώμα.

Σε λίγο θα σκεπάσει ένα φέρετρο που έκλεινε μέσα του το άπειρο.

Βασίλης Κραψίτης

Αρχ. σελίδα

Advertisement